- κολλητσίδα
- η1) репей, репейник; все липкие растения; 2) перен. репей, надоедливый человек
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κολλητσίδα — Βλ. λ. κολλιτσίδα. * * * η 1. κοινή ονομασία διαφόρων φυτών τών οποίων οι βλαστοί ή τα σπέρματα κολλάνε πάνω σε οτιδήποτε τά ακουμπήσει ή περιέχουν κολλητική ουσία 2. ζωολ. κοινή ονομασία μικρών παράκτιων ψαριών, χωρίς οικονομική σημασία αλλά με… … Dictionary of Greek
ξάνθιο — (xanthium). Ποώδες, μονοετές φυτό με κίτρινα άνθη και με μεγάλους αγκαθωτούς καρπούς. Φυτρώνει συνήθως στα ερείπια σπιτιών και στους χωματόδρομους. Στην Ελλάδα απαντούν αρκετά είδη του φυτού αυτού, τα κυριότερα από τα οποία είναι γνωστά με τις… … Dictionary of Greek
αμπελόκαρπον — το Βοτ. ονομασία που έδινε ο Διοσκορίδης σε κάποιο φυτό, πιθανώς στην κολλητσίδα (Galium aparine τού γένους Γάλιο). Το φυτό αυτό ονομαζόταν επίσης από τους αρχαίους απαρίνη … Dictionary of Greek
βουκέφαλον — βουκέφαλον, το (Α) το ετήσιο ζιζάνιο τρίβολος*, τριβόλι, κολλητσίδα … Dictionary of Greek
μουνόψειρα — η 1. είδος ψείρας που παρασιτεί στο τρίχωμα τής ήβης 2. πολύ φορτικός άνθρωπος από τον οποίο δύσκολα απαλλάσσεται κανείς, κολλητσίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < μουνί + ψείρα] … Dictionary of Greek
τζιτζίκι — το, Ν ζωολ. α) ο τζίτζικας β) κοινή ονομασία μικρόσωμου παράκτιου ψαριού τής οικογένειας callionymidae τής τάξης περκόμορφοι, με γυμνό από λέπια δέρμα, που χαρακτηρίζεται από λαμπρούς συνήθως χρωματισμούς και βραγχιακά επικαλύμματα εφοδιασμένα με … Dictionary of Greek
τριβόλι — το / τριβόλιον, ΝΜ, και τριβόλιο και τριβούλι και τρίβουλο Ν [τρίβολος] είδος παλαιού αλωνιστικού οργάνου, που αποτελούνταν από χοντρές συνενωμένες σανίδες οι οποίες είχαν στο κάτω μέρος μπηγμένους αιχμηρούς πυριτολίθους και συρόταν από υποζύγια… … Dictionary of Greek